- νεποτισμός
- Όρος ο οποίος αρχικά υποδηλωνε την τάση των Ρωμαίων ποντιφήκων, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης, να παραχωρούν εύνοιες στους συγγενείς τους και ιδίως στους ανιψιούς τους (λατινικά nepos=ανιψιός). Αυτό γινόταν ήδη από τους πάπες των μεσαιωνικών χρόνων, αλλά η εποχή της μεγαλύτερης ακμής του ν. ήταν από το 1417 έως το 1559. Ήταν η εποχή του λεγόμενου μεγάλου ν., ο οποίος έφτασε στο αποκορύφωμά του με τον Αλέξανδρο ΣΤ’ Βοργία, τον Λέοντα Ι’, τον Κλήμεντα Ζ’ και τον Παύλο Γ’ Φαρνέζε. Ο ν. καταδικάστηκε αργότερα αυστηρά από τον Πίο Ε’ με το παπικό διάταγμα Admonet nos (1567): ο μεγάλος ν. αναχαιτίστηκε, αλλά το φαινόμενο συνεχίστηκε, σε μικρότερες όμως διαστάσεις έως τον 18ο αι. Με τον διορισμό ως καρδιναλίου ενός ανιψιού του πάπα και την παραχώρηση επικερδών αξιωμάτων σε συγγενείς του, ο ν. υπήρξε η πηγή των περιουσιών πολλών μεγάλων οικογενειών της Ρώμης (Παμφίλι, Μποργκέζε, Λουντοβίζι, Μπαρμπερίνι, Μπράσκι).
Στη σύγχρονη φρασεολογία ο όρος ν. χρησιμοποιείται κατ’ επέκταση, για να δηλώσει γενικά την εύνοια προς συγγενείς και φίλους με παραχωρήσεις επικερδών αξιωμάτων.
* * *οβλ. νεπωτισμός.
Dictionary of Greek. 2013.